αμύμων

αμύμων
ἀμύνων (-ονος), -ον (Α)
1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος
2. (για πράγματα ή γεγονότα) σημαντικός, θαυμαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + (αιολ.) μῦμαρ «αίσχος, φόβος, ψόγος», που χρησιμοποιείται στον Ησύχιο. Στον τ. ἀμύμων παρατηρείται εναλλαγή ενός επιθήματος -μων με ένα επίθημα -μαρ, ἀμύμων: μῦμαρ (πρβλ. ἀπείρων: πεῖραρ, εναλλαγή -r, -n). Ο τ. μῦμαρ συνδέεται ως προς το θέμα με τους τ. μῶμαρ, μῶμος «ψόγος, μομφή, δυσμένεια». Ως προς την ερμηνεία τού τ. είναι προτιμότερο να θεωρηθεί ότι προήλθε από κώφωση τού ω σε υ παρά να θεωρηθεί ως μεταπτωτική φωνηεντική μορφή τών *mōu-, *mū].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμύμων — ἄμυμος masc/fem/neut gen pl ἀμύ̱μων , ἀμύμων blameless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμύμον' — ἀμύ̱μονα , ἀμύμων blameless neut nom/voc/acc pl ἀμύ̱μονα , ἀμύμων blameless masc/fem acc sg ἀμύ̱μονι , ἀμύμων blameless dat sg ἀμύ̱μονε , ἀμύμων blameless nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gorgythion — For the skipper butterfly genus, see Gorgythion (butterfly). Gorgythion Born perhaps 12th century BC Troy Died Troy Residence Troy Nationality Trojan …   Wikipedia

  • ἀμύμονα — ἀμύ̱μονα , ἀμύμων blameless neut nom/voc/acc pl ἀμύ̱μονα , ἀμύμων blameless masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ménélas — Pour les articles homonymes, voir Ménélas (homonymie). Buste en marbre de Ménélas (musée du Vatican …   Wikipédia en Français

  • άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …   Dictionary of Greek

  • μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • παναμύμων — παναμύμων, ον (Α) καθ όλα άμεμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμύμων «άμεμπτος, άψογος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλτραίος — αία, ον, Α (όν. ποντικού στην Βατραχομ.) γοητευτικός, γόης («Φιλτραῑον δ ἄρ ἔπεφνεν ἀμύμων Ἐμβασίχυτρος», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

  • ἀμύμονας — ἀμύ̱μονας , ἀμύμων blameless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”